υπερσιτιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερσιτιστικός η υπερσιτιστική το υπερσιτιστικό
      γενική του υπερσιτιστικού της υπερσιτιστικής του υπερσιτιστικού
    αιτιατική τον υπερσιτιστικό την υπερσιτιστική το υπερσιτιστικό
     κλητική υπερσιτιστικέ υπερσιτιστική υπερσιτιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερσιτιστικοί οι υπερσιτιστικές τα υπερσιτιστικά
      γενική των υπερσιτιστικών των υπερσιτιστικών των υπερσιτιστικών
    αιτιατική τους υπερσιτιστικούς τις υπερσιτιστικές τα υπερσιτιστικά
     κλητική υπερσιτιστικοί υπερσιτιστικές υπερσιτιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερσιτιστικός < υπερσιτίζω, υπερσιτισ- + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + σιτιστικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.si.ti.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερσιτιστικός

Επίθετο

υπερσιτιστικός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • υπερσιτιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.