υπερσιτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερσιτισμένος | η | υπερσιτισμένη | το | υπερσιτισμένο |
| γενική | του | υπερσιτισμένου | της | υπερσιτισμένης | του | υπερσιτισμένου |
| αιτιατική | τον | υπερσιτισμένο | την | υπερσιτισμένη | το | υπερσιτισμένο |
| κλητική | υπερσιτισμένε | υπερσιτισμένη | υπερσιτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερσιτισμένοι | οι | υπερσιτισμένες | τα | υπερσιτισμένα |
| γενική | των | υπερσιτισμένων | των | υπερσιτισμένων | των | υπερσιτισμένων |
| αιτιατική | τους | υπερσιτισμένους | τις | υπερσιτισμένες | τα | υπερσιτισμένα |
| κλητική | υπερσιτισμένοι | υπερσιτισμένες | υπερσιτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερσιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερσιτίζω
Μεταφράσεις
υπερσιτισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.