σουρεαλίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουρεαλίστρια οι σουρεαλίστριες
      γενική της σουρεαλίστριας των σουρεαλιστριών
    αιτιατική τη σουρεαλίστρια τις σουρεαλίστριες
     κλητική σουρεαλίστρια σουρεαλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουρεαλίστρια < σουρεαλιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

σουρεαλίστρια θηλυκό

 δείτε τη λέξη  σουρεαλιστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.