υπερπτήση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερπτήση | οι | υπερπτήσεις |
| γενική | της | υπερπτήσης | των | υπερπτήσεων |
| αιτιατική | την | υπερπτήση | τις | υπερπτήσεις |
| κλητική | υπερπτήση | υπερπτήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾˈpti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐πτή‐ση
Ουσιαστικό
υπερπτήση θηλυκό
- (νεολογισμός) πτήση αεροσκάφους, συνήθως μαχητικού, η οποία παραβιάζει τον εναέριο χώρο μιας χώρας
- ※ Ζεύγος τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 πραγματοποίησε, σήμερα, Δευτέρα 5 Απριλίου, υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά Παναγιά και Οινούσσες. (Υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 πάνω από την Παναγιά και τις Οινούσσες, CNN.gr, 5 Απριλίου 2021)
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.