υπέρπτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρπτηση οι υπερπτήσεις
      γενική της υπέρπτησης των υπερπτήσεων
    αιτιατική την υπέρπτηση τις υπερπτήσεις
     κλητική υπέρπτηση υπερπτήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπέρπτηση < υπερπτήση

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.pti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπέρπτηση

Ουσιαστικό

υπέρπτηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.