υπερμετρωπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερμετρωπία | οι | υπερμετρωπίες |
| γενική | της | υπερμετρωπίας | των | υπερμετρωπιών |
| αιτιατική | την | υπερμετρωπία | τις | υπερμετρωπίες |
| κλητική | υπερμετρωπία | υπερμετρωπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερμετρωπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypermétropie < αρχαία ελληνική υπερ- (πιο πέρα) + μέτρον + (ὤψ) ὠπ- + -ία[1], (μαρτυρείται από το 1867)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾ.me.tɾoˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐με‐τρω‐πί‐α
Ουσιαστικό
υπερμετρωπία θηλυκό
- (ιατρική) ανωμαλία της όρασης εξαιτίας της οποίας ο πάσχων δεν μπορεί να διακρίνει καθαρά τα κοντινά αντικείμενα, επειδή το είδωλο σχηματίζεται πίσω από τον αμφιβληστροειδή και όχι επάνω σ' αυτόν
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπερμετρωπία
Αναφορές
- υπερμετρωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.