υπερμέτρωπας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υπερμέτρωπας | οι | υπερμέτρωπες |
| γενική | του | υπερμέτρωπα | των | υπερμετρώπων |
| αιτιατική | τον | υπερμέτρωπα | τους | υπερμέτρωπες |
| κλητική | υπερμέτρωπα | υπερμέτρωπες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερμέτρωπας < λόγιο ενδογενές δάνειο: υπερμέτρωψ + -ωπος < γαλλική hypermétrope < hypermétropie (αναδρομικός σχηματισμός)[1] → δείτε το λήμμα υπερμετρωπία για την περαιτέρω ανάλυση της λέξης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.peɾˈme.tɾo.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐μέ‐τρω‐πας
Μεταφράσεις
υπερμέτρωπας
|
|
Αναφορές
- υπερμέτρωπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.