υπερμέσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα υπερμέσα
      γενική των υπερμέσων
    αιτιατική τα υπερμέσα
     κλητική υπερμέσα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερμέσα < υπερ- + μέσο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hypermedia

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾˈme.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερμέσα

Ουσιαστικό

υπερμέσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. 11.1.4 Από τα υπερκείμενα στα υπερμέσα, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.