ταυτίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταυτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ταυτίζω

Ρήμα

ταυτίζομαι

  1. με ταυτίζουν
  2. είμαι ακριβώς ο ίδιος/ απόλυτα ισοδύναμος με κάποιον/κάτι άλλο
    οι απόψεις μας πάνω στο θέμα ταυτίζονται ολοκληρωτικά
  3. δίνω όλον τον εαυτό μου σε κάτι ώστε να γίνω ένα με αυτό
  4. (μεταφορικά) (εμφατικά, υπερβολή) με εκφράζει κάτι απόλυτα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.