υπερευχαριστημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερευχαριστημένος | η | υπερευχαριστημένη | το | υπερευχαριστημένο |
| γενική | του | υπερευχαριστημένου | της | υπερευχαριστημένης | του | υπερευχαριστημένου |
| αιτιατική | τον | υπερευχαριστημένο | την | υπερευχαριστημένη | το | υπερευχαριστημένο |
| κλητική | υπερευχαριστημένε | υπερευχαριστημένη | υπερευχαριστημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερευχαριστημένοι | οι | υπερευχαριστημένες | τα | υπερευχαριστημένα |
| γενική | των | υπερευχαριστημένων | των | υπερευχαριστημένων | των | υπερευχαριστημένων |
| αιτιατική | τους | υπερευχαριστημένους | τις | υπερευχαριστημένες | τα | υπερευχαριστημένα |
| κλητική | υπερευχαριστημένοι | υπερευχαριστημένες | υπερευχαριστημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερευχαριστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπερευχαριστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.