υπερευχαριστώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερευχαριστώ < ελληνιστική κοινή ὑπερευχαριστέω / ὑπερευχαριστῶ < ὑπέρ + εὐχαριστέω / εὐχαριστῶ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερευχαριστώ | υπερευχαριστούσα | θα υπερευχαριστώ | να υπερευχαριστώ | υπερευχαριστώντας | |
| β' ενικ. | υπερευχαριστείς | υπερευχαριστούσες | θα υπερευχαριστείς | να υπερευχαριστείς | (υπερευχαρίστει) | |
| γ' ενικ. | υπερευχαριστεί | υπερευχαριστούσε | θα υπερευχαριστεί | να υπερευχαριστεί | ||
| α' πληθ. | υπερευχαριστούμε | υπερευχαριστούσαμε | θα υπερευχαριστούμε | να υπερευχαριστούμε | ||
| β' πληθ. | υπερευχαριστείτε | υπερευχαριστούσατε | θα υπερευχαριστείτε | να υπερευχαριστείτε | υπερευχαριστείτε | |
| γ' πληθ. | υπερευχαριστούν(ε) | υπερευχαριστούσαν(ε) | θα υπερευχαριστούν(ε) | να υπερευχαριστούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερευχαρίστησα | θα υπερευχαριστήσω | να υπερευχαριστήσω | υπερευχαριστήσει | ||
| β' ενικ. | υπερευχαρίστησες | θα υπερευχαριστήσεις | να υπερευχαριστήσεις | υπερευχαρίστησε | ||
| γ' ενικ. | υπερευχαρίστησε | θα υπερευχαριστήσει | να υπερευχαριστήσει | |||
| α' πληθ. | υπερευχαριστήσαμε | θα υπερευχαριστήσουμε | να υπερευχαριστήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερευχαριστήσατε | θα υπερευχαριστήσετε | να υπερευχαριστήσετε | υπερευχαριστήστε | ||
| γ' πληθ. | υπερευχαρίστησαν υπερευχαριστήσαν(ε) |
θα υπερευχαριστήσουν(ε) | να υπερευχαριστήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερευχαριστήσει | είχα υπερευχαριστήσει | θα έχω υπερευχαριστήσει | να έχω υπερευχαριστήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερευχαριστήσει | είχες υπερευχαριστήσει | θα έχεις υπερευχαριστήσει | να έχεις υπερευχαριστήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερευχαριστήσει | είχε υπερευχαριστήσει | θα έχει υπερευχαριστήσει | να έχει υπερευχαριστήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερευχαριστήσει | είχαμε υπερευχαριστήσει | θα έχουμε υπερευχαριστήσει | να έχουμε υπερευχαριστήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερευχαριστήσει | είχατε υπερευχαριστήσει | θα έχετε υπερευχαριστήσει | να έχετε υπερευχαριστήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερευχαριστήσει | είχαν υπερευχαριστήσει | θα έχουν υπερευχαριστήσει | να έχουν υπερευχαριστήσει |
| |
Μεταφράσεις
υπερευχαριστώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.