υπερεπαρκής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερεπαρκής | η | υπερεπαρκής | το | υπερεπαρκές |
| γενική | του | υπερεπαρκούς* | της | υπερεπαρκούς | του | υπερεπαρκούς |
| αιτιατική | τον | υπερεπαρκή | την | υπερεπαρκή | το | υπερεπαρκές |
| κλητική | υπερεπαρκή(ς) | υπερεπαρκής | υπερεπαρκές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερεπαρκείς | οι | υπερεπαρκείς | τα | υπερεπαρκή |
| γενική | των | υπερεπαρκών | των | υπερεπαρκών | των | υπερεπαρκών |
| αιτιατική | τους | υπερεπαρκείς | τις | υπερεπαρκείς | τα | υπερεπαρκή |
| κλητική | υπερεπαρκείς | υπερεπαρκείς | υπερεπαρκή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾaɾ.ceˈtos/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- υπερεπάρκεια
- → δείτε τις λέξεις υπέρ, επαρκώ και αρκώ
Μεταφράσεις
υπερεπαρκής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.