υπερεπάρκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερεπάρκεια | οι | υπερεπάρκειες |
| γενική | της | υπερεπάρκειας | των | υπερεπαρκειών |
| αιτιατική | την | υπερεπάρκεια | τις | υπερεπάρκειες |
| κλητική | υπερεπάρκεια | υπερεπάρκειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υπερεπάρκεια θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπερεπάρκεια
|
|
Αναφορές
- υπερεπάρκεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.