υπερεπάρκεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερεπάρκεια οι υπερεπάρκειες
      γενική της υπερεπάρκειας των υπερεπαρκειών
    αιτιατική την υπερεπάρκεια τις υπερεπάρκειες
     κλητική υπερεπάρκεια υπερεπάρκειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερεπάρκεια < υπερ- + επάρκεια [1]

Ουσιαστικό

υπερεπάρκεια θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.