υπερκατασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκατασκευή οι υπερκατασκευές
      γενική της υπερκατασκευής των υπερκατασκευών
    αιτιατική την υπερκατασκευή τις υπερκατασκευές
     κλητική υπερκατασκευή υπερκατασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερκατασκευή < υπέρ + κατασκευή

Ουσιαστικό

υπερκατασκευή θηλυκό

  1. οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή υπερκείμενη άλλης
  2. (ναυτικός όρος), (ναυπηγία): οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή υπερκείμενη του κυρίου καταστρώματος των πλοίων
    η υπερκατασκευή πλοίου, ανάλογα της θέσης της, κατά το διάμηκες, διακρίνεται σε πρωραία ή πρόστεγο, μεσαία ή μεσόστεγο και πρυμναία ή επίστεγο, τα σύγχρονα κρουαζιερόπλοια φέρουν "ενιαία" υπερκατασκευή από πλώρη μέχρι πρύμνη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.