υπερκατασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερκατασκευή | οι | υπερκατασκευές |
| γενική | της | υπερκατασκευής | των | υπερκατασκευών |
| αιτιατική | την | υπερκατασκευή | τις | υπερκατασκευές |
| κλητική | υπερκατασκευή | υπερκατασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υπερκατασκευή θηλυκό
- οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή υπερκείμενη άλλης
- (ναυτικός όρος), (ναυπηγία): οποιαδήποτε μόνιμη κατασκευή υπερκείμενη του κυρίου καταστρώματος των πλοίων
Μεταφράσεις
υπερκατασκευή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.