υπεραπλουστεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπεραπλουστεύω < υπερ- + απλουστεύω
Συνώνυμα
- υπεραπλοποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπεραπλουστεύω | υπεραπλούστευα | θα υπεραπλουστεύω | να υπεραπλουστεύω | υπεραπλουστεύοντας | |
| β' ενικ. | υπεραπλουστεύεις | υπεραπλούστευες | θα υπεραπλουστεύεις | να υπεραπλουστεύεις | υπεραπλούστευε | |
| γ' ενικ. | υπεραπλουστεύει | υπεραπλούστευε | θα υπεραπλουστεύει | να υπεραπλουστεύει | ||
| α' πληθ. | υπεραπλουστεύουμε | υπεραπλουστεύαμε | θα υπεραπλουστεύουμε | να υπεραπλουστεύουμε | ||
| β' πληθ. | υπεραπλουστεύετε | υπεραπλουστεύατε | θα υπεραπλουστεύετε | να υπεραπλουστεύετε | υπεραπλουστεύετε | |
| γ' πληθ. | υπεραπλουστεύουν(ε) | υπεραπλούστευαν υπεραπλουστεύαν(ε) |
θα υπεραπλουστεύουν(ε) | να υπεραπλουστεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπεραπλούστευσα | θα υπεραπλουστεύσω | να υπεραπλουστεύσω | υπεραπλουστεύσει | ||
| β' ενικ. | υπεραπλούστευσες | θα υπεραπλουστεύσεις | να υπεραπλουστεύσεις | υπεραπλούστευσε | ||
| γ' ενικ. | υπεραπλούστευσε | θα υπεραπλουστεύσει | να υπεραπλουστεύσει | |||
| α' πληθ. | υπεραπλουστεύσαμε | θα υπεραπλουστεύσουμε | να υπεραπλουστεύσουμε | |||
| β' πληθ. | υπεραπλουστεύσατε | θα υπεραπλουστεύσετε | να υπεραπλουστεύσετε | υπεραπλουστεύστε | ||
| γ' πληθ. | υπεραπλούστευσαν υπεραπλουστεύσαν(ε) |
θα υπεραπλουστεύσουν(ε) | να υπεραπλουστεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπεραπλουστεύσει | είχα υπεραπλουστεύσει | θα έχω υπεραπλουστεύσει | να έχω υπεραπλουστεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπεραπλουστεύσει | είχες υπεραπλουστεύσει | θα έχεις υπεραπλουστεύσει | να έχεις υπεραπλουστεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπεραπλουστεύσει | είχε υπεραπλουστεύσει | θα έχει υπεραπλουστεύσει | να έχει υπεραπλουστεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπεραπλουστεύσει | είχαμε υπεραπλουστεύσει | θα έχουμε υπεραπλουστεύσει | να έχουμε υπεραπλουστεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπεραπλουστεύσει | είχατε υπεραπλουστεύσει | θα έχετε υπεραπλουστεύσει | να έχετε υπεραπλουστεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπεραπλουστεύσει | είχαν υπεραπλουστεύσει | θα έχουν υπεραπλουστεύσει | να έχουν υπεραπλουστεύσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.