υπεραιμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπεραιμικός η υπεραιμική το υπεραιμικό
      γενική του υπεραιμικού της υπεραιμικής του υπεραιμικού
    αιτιατική τον υπεραιμικό την υπεραιμική το υπεραιμικό
     κλητική υπεραιμικέ υπεραιμική υπεραιμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπεραιμικοί οι υπεραιμικές τα υπεραιμικά
      γενική των υπεραιμικών των υπεραιμικών των υπεραιμικών
    αιτιατική τους υπεραιμικούς τις υπεραιμικές τα υπεραιμικά
     κλητική υπεραιμικοί υπεραιμικές υπεραιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπεραιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hyperhémique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyperemic[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + αἷμα

Επίθετο

υπεραιμικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την υπεραιμία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που προκαλεί υπεραιμία
  3. που εμφανίζει υπεραιμία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. υπεραιμικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.