κόμικς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόμικς < αγγλική comics, πληθυντικός αριθμός του comic < λατινικά comicus < αρχαία ελληνικά κωμικός < κῶμος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
κόμικς ουδέτερο άκλιτο
-
κόμικς στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.