υπερηρωίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερηρωίδα οι υπερηρωίδες
      γενική της υπερηρωίδας των υπερηρωίδων
    αιτιατική την υπερηρωίδα τις υπερηρωίδες
     κλητική υπερηρωίδα υπερηρωίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

υπερηρωίδα < Μορφολογικά αναλύεται σε υπερ- + ηρωίδα, θηλυκό του ήρωας

Ουσιαστικό

υπερηρωίδα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε υπερήρωας

|}

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.