υπενοικιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
υπενοικιάζω < υπ- + ενοικιάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sous-louer[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pe.ni.ˈcia.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐νοι‐κιά‐ζω
Ρήμα
υπενοικιάζω
Συγγενικά
- υπενοικίαση
- υπενοικιασμένος
- υπενοικιαστής
- υπενοικιάστρια
- → δείτε τις λέξεις υπό, ενοίκιο και οίκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπενοικιάζω | υπενοικίαζα | θα υπενοικιάζω | να υπενοικιάζω | υπενοικιάζοντας | |
| β' ενικ. | υπενοικιάζεις | υπενοικίαζες | θα υπενοικιάζεις | να υπενοικιάζεις | υπενοικίαζε | |
| γ' ενικ. | υπενοικιάζει | υπενοικίαζε | θα υπενοικιάζει | να υπενοικιάζει | ||
| α' πληθ. | υπενοικιάζουμε | υπενοικιάζαμε | θα υπενοικιάζουμε | να υπενοικιάζουμε | ||
| β' πληθ. | υπενοικιάζετε | υπενοικιάζατε | θα υπενοικιάζετε | να υπενοικιάζετε | υπενοικιάζετε | |
| γ' πληθ. | υπενοικιάζουν(ε) | υπενοικίαζαν υπενοικιάζαν(ε) |
θα υπενοικιάζουν(ε) | να υπενοικιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπενοικίασα | θα υπενοικιάσω | να υπενοικιάσω | υπενοικιάσει | ||
| β' ενικ. | υπενοικίασες | θα υπενοικιάσεις | να υπενοικιάσεις | υπενοικίασε | ||
| γ' ενικ. | υπενοικίασε | θα υπενοικιάσει | να υπενοικιάσει | |||
| α' πληθ. | υπενοικιάσαμε | θα υπενοικιάσουμε | να υπενοικιάσουμε | |||
| β' πληθ. | υπενοικιάσατε | θα υπενοικιάσετε | να υπενοικιάσετε | υπενοικιάστε | ||
| γ' πληθ. | υπενοικίασαν υπενοικιάσαν(ε) |
θα υπενοικιάσουν(ε) | να υπενοικιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπενοικιάσει | είχα υπενοικιάσει | θα έχω υπενοικιάσει | να έχω υπενοικιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπενοικιάσει | είχες υπενοικιάσει | θα έχεις υπενοικιάσει | να έχεις υπενοικιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπενοικιάσει | είχε υπενοικιάσει | θα έχει υπενοικιάσει | να έχει υπενοικιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπενοικιάσει | είχαμε υπενοικιάσει | θα έχουμε υπενοικιάσει | να έχουμε υπενοικιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπενοικιάσει | είχατε υπενοικιάσει | θα έχετε υπενοικιάσει | να έχετε υπενοικιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπενοικιάσει | είχαν υπενοικιάσει | θα έχουν υπενοικιάσει | να έχουν υπενοικιάσει |
| |
Μεταφράσεις
- υπενοικιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.