υπενοικιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπενοικιάζω < υπ- + ενοικιάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sous-louer[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pe.ni.ˈcia.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπενοικιάζω

Ρήμα

υπενοικιάζω

  1. νοικιάζω δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ. σε κάποιον το οποίο το έχω νοικιάσει εγώ από άλλον, συνήθως για μικρό χρονικό διάστημα
     συνώνυμα: μεταμισθώνω, υπεκμισθώνω, υπομισθώνω
  2. νοικιάζω από κάποιον χώρο που τον έχει νοικιάσει από άλλον

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.