υπομισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπομισθώνω < υπομίσθωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή ὑπομίσθωσις < ὑπό + αρχαία ελληνική μίσθωσις
Συγγενικά
- υπομίσθωση
- υπομισθωτής
- υπομισθώτρια
- → δείτε τις λέξεις υπό και μισθός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπομισθώνω | υπομίσθωνα | θα υπομισθώνω | να υπομισθώνω | υπομισθώνοντας | |
| β' ενικ. | υπομισθώνεις | υπομίσθωνες | θα υπομισθώνεις | να υπομισθώνεις | υπομίσθωνε | |
| γ' ενικ. | υπομισθώνει | υπομίσθωνε | θα υπομισθώνει | να υπομισθώνει | ||
| α' πληθ. | υπομισθώνουμε | υπομισθώναμε | θα υπομισθώνουμε | να υπομισθώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπομισθώνετε | υπομισθώνατε | θα υπομισθώνετε | να υπομισθώνετε | υπομισθώνετε | |
| γ' πληθ. | υπομισθώνουν(ε) | υπομίσθωναν υπομισθώναν(ε) |
θα υπομισθώνουν(ε) | να υπομισθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπομίσθωσα | θα υπομισθώσω | να υπομισθώσω | υπομισθώσει | ||
| β' ενικ. | υπομίσθωσες | θα υπομισθώσεις | να υπομισθώσεις | υπομίσθωσε | ||
| γ' ενικ. | υπομίσθωσε | θα υπομισθώσει | να υπομισθώσει | |||
| α' πληθ. | υπομισθώσαμε | θα υπομισθώσουμε | να υπομισθώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπομισθώσατε | θα υπομισθώσετε | να υπομισθώσετε | υπομισθώστε | ||
| γ' πληθ. | υπομίσθωσαν υπομισθώσαν(ε) |
θα υπομισθώσουν(ε) | να υπομισθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπομισθώσει | είχα υπομισθώσει | θα έχω υπομισθώσει | να έχω υπομισθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπομισθώσει | είχες υπομισθώσει | θα έχεις υπομισθώσει | να έχεις υπομισθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπομισθώσει | είχε υπομισθώσει | θα έχει υπομισθώσει | να έχει υπομισθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπομισθώσει | είχαμε υπομισθώσει | θα έχουμε υπομισθώσει | να έχουμε υπομισθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπομισθώσει | είχατε υπομισθώσει | θα έχετε υπομισθώσει | να έχετε υπομισθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπομισθώσει | είχαν υπομισθώσει | θα έχουν υπομισθώσει | να έχουν υπομισθώσει |
| |
Μεταφράσεις
υπομισθώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.