υπεκμισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pek.miˈsθo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πεκ‐μι‐σθώ‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : υπ‐εκ‐μι‐σθώ‐νω
Ρήμα
υπεκμισθώνω, αόρ.: υπεκμίθσωσα, παθ.φωνή: υπεκμισθώνομαι, π.αόρ.: υπεκμισθώθηκα, μτχ.π.π.: υπεκμισθωμένος
- (νομικός όρος) εκμισθώνω σε κάποιον άλλον κάτι που έχω ως ενοικιαστής
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη υπενοικιάζω
Παράγωγα
- υπεκμίσθωση
- υπεκμισθωτής
- → δείτε τις λέξεις υπό, εκ και μισθός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπεκμισθώνω | υπεκμίσθωνα | θα υπεκμισθώνω | να υπεκμισθώνω | υπεκμισθώνοντας | |
| β' ενικ. | υπεκμισθώνεις | υπεκμίσθωνες | θα υπεκμισθώνεις | να υπεκμισθώνεις | υπεκμίσθωνε | |
| γ' ενικ. | υπεκμισθώνει | υπεκμίσθωνε | θα υπεκμισθώνει | να υπεκμισθώνει | ||
| α' πληθ. | υπεκμισθώνουμε | υπεκμισθώναμε | θα υπεκμισθώνουμε | να υπεκμισθώνουμε | ||
| β' πληθ. | υπεκμισθώνετε | υπεκμισθώνατε | θα υπεκμισθώνετε | να υπεκμισθώνετε | υπεκμισθώνετε | |
| γ' πληθ. | υπεκμισθώνουν(ε) | υπεκμίσθωναν υπεκμισθώναν(ε) |
θα υπεκμισθώνουν(ε) | να υπεκμισθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπεκμίσθωσα | θα υπεκμισθώσω | να υπεκμισθώσω | υπεκμισθώσει | ||
| β' ενικ. | υπεκμίσθωσες | θα υπεκμισθώσεις | να υπεκμισθώσεις | υπεκμίσθωσε | ||
| γ' ενικ. | υπεκμίσθωσε | θα υπεκμισθώσει | να υπεκμισθώσει | |||
| α' πληθ. | υπεκμισθώσαμε | θα υπεκμισθώσουμε | να υπεκμισθώσουμε | |||
| β' πληθ. | υπεκμισθώσατε | θα υπεκμισθώσετε | να υπεκμισθώσετε | υπεκμισθώστε | ||
| γ' πληθ. | υπεκμίσθωσαν υπεκμισθώσαν(ε) |
θα υπεκμισθώσουν(ε) | να υπεκμισθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπεκμισθώσει | είχα υπεκμισθώσει | θα έχω υπεκμισθώσει | να έχω υπεκμισθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπεκμισθώσει | είχες υπεκμισθώσει | θα έχεις υπεκμισθώσει | να έχεις υπεκμισθώσει | έχε υπεκμισθωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει υπεκμισθώσει | είχε υπεκμισθώσει | θα έχει υπεκμισθώσει | να έχει υπεκμισθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπεκμισθώσει | είχαμε υπεκμισθώσει | θα έχουμε υπεκμισθώσει | να έχουμε υπεκμισθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπεκμισθώσει | είχατε υπεκμισθώσει | θα έχετε υπεκμισθώσει | να έχετε υπεκμισθώσει | έχετε υπεκμισθωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν υπεκμισθώσει | είχαν υπεκμισθώσει | θα έχουν υπεκμισθώσει | να έχουν υπεκμισθώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υπεκμισθωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υπεκμισθωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υπεκμισθωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υπεκμισθωμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπεκμισθώνομαι | υπεκμισθωνόμουν(α) | θα υπεκμισθώνομαι | να υπεκμισθώνομαι | ||
| β' ενικ. | υπεκμισθώνεσαι | υπεκμισθωνόσουν(α) | θα υπεκμισθώνεσαι | να υπεκμισθώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | υπεκμισθώνεται | υπεκμισθωνόταν(ε) | θα υπεκμισθώνεται | να υπεκμισθώνεται | ||
| α' πληθ. | υπεκμισθωνόμαστε | υπεκμισθωνόμαστε υπεκμισθωνόμασταν |
θα υπεκμισθωνόμαστε | να υπεκμισθωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | υπεκμισθώνεστε | υπεκμισθωνόσαστε υπεκμισθωνόσασταν |
θα υπεκμισθώνεστε | να υπεκμισθώνεστε | (υπεκμισθώνεστε) | |
| γ' πληθ. | υπεκμισθώνονται | υπεκμισθώνονταν υπεκμισθωνόντουσαν |
θα υπεκμισθώνονται | να υπεκμισθώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπεκμισθώθηκα | θα υπεκμισθωθώ | να υπεκμισθωθώ | υπεκμισθωθεί | ||
| β' ενικ. | υπεκμισθώθηκες | θα υπεκμισθωθείς | να υπεκμισθωθείς | υπεκμισθώσου | ||
| γ' ενικ. | υπεκμισθώθηκε | θα υπεκμισθωθεί | να υπεκμισθωθεί | |||
| α' πληθ. | υπεκμισθωθήκαμε | θα υπεκμισθωθούμε | να υπεκμισθωθούμε | |||
| β' πληθ. | υπεκμισθωθήκατε | θα υπεκμισθωθείτε | να υπεκμισθωθείτε | υπεκμισθωθείτε | ||
| γ' πληθ. | υπεκμισθώθηκαν υπεκμισθωθήκαν(ε) |
θα υπεκμισθωθούν(ε) | να υπεκμισθωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υπεκμισθωθεί | είχα υπεκμισθωθεί | θα έχω υπεκμισθωθεί | να έχω υπεκμισθωθεί | υπεκμισθωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις υπεκμισθωθεί | είχες υπεκμισθωθεί | θα έχεις υπεκμισθωθεί | να έχεις υπεκμισθωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υπεκμισθωθεί | είχε υπεκμισθωθεί | θα έχει υπεκμισθωθεί | να έχει υπεκμισθωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπεκμισθωθεί | είχαμε υπεκμισθωθεί | θα έχουμε υπεκμισθωθεί | να έχουμε υπεκμισθωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υπεκμισθωθεί | είχατε υπεκμισθωθεί | θα έχετε υπεκμισθωθεί | να έχετε υπεκμισθωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπεκμισθωθεί | είχαν υπεκμισθωθεί | θα έχουν υπεκμισθωθεί | να έχουν υπεκμισθωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπεκμισθωμένος - είμαστε, είστε, είναι υπεκμισθωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπεκμισθωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπεκμισθωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπεκμισθωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπεκμισθωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπεκμισθωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπεκμισθωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
υπεκμισθώνω
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.