υπεκμισθώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπεκμισθώνω < υπ- (υπό) + εκμισθώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pek.miˈsθo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπεκμισθώνω
παλιότερος συλλαβισμός: υπεκμισθώνω

Ρήμα

υπεκμισθώνω, αόρ.: υπεκμίθσωσα, παθ.φωνή: υπεκμισθώνομαι, π.αόρ.: υπεκμισθώθηκα, μτχ.π.π.: υπεκμισθωμένος

Συνώνυμα

Παράγωγα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.