μεταμισθώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μεταμισθώνω (παθητική φωνή: μεταμισθώνομαι)
- (οικονομία) υπενοικιάζω
- άλλες μορφές: υπεκμισθώνω, υπομισθώνω
- ανανεώνω τη μίσθωση
- ≈ συνώνυμα: ξανανοικιάζω
Συγγενικά
- μεταμίσθωση
- → δείτε τις λέξεις μετά και μισθός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταμισθώνω | μεταμίσθωνα | θα μεταμισθώνω | να μεταμισθώνω | μεταμισθώνοντας | |
| β' ενικ. | μεταμισθώνεις | μεταμίσθωνες | θα μεταμισθώνεις | να μεταμισθώνεις | μεταμίσθωνε | |
| γ' ενικ. | μεταμισθώνει | μεταμίσθωνε | θα μεταμισθώνει | να μεταμισθώνει | ||
| α' πληθ. | μεταμισθώνουμε | μεταμισθώναμε | θα μεταμισθώνουμε | να μεταμισθώνουμε | ||
| β' πληθ. | μεταμισθώνετε | μεταμισθώνατε | θα μεταμισθώνετε | να μεταμισθώνετε | μεταμισθώνετε | |
| γ' πληθ. | μεταμισθώνουν(ε) | μεταμίσθωναν μεταμισθώναν(ε) |
θα μεταμισθώνουν(ε) | να μεταμισθώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταμίσθωσα | θα μεταμισθώσω | να μεταμισθώσω | μεταμισθώσει | ||
| β' ενικ. | μεταμίσθωσες | θα μεταμισθώσεις | να μεταμισθώσεις | μεταμίσθωσε | ||
| γ' ενικ. | μεταμίσθωσε | θα μεταμισθώσει | να μεταμισθώσει | |||
| α' πληθ. | μεταμισθώσαμε | θα μεταμισθώσουμε | να μεταμισθώσουμε | |||
| β' πληθ. | μεταμισθώσατε | θα μεταμισθώσετε | να μεταμισθώσετε | μεταμισθώστε | ||
| γ' πληθ. | μεταμίσθωσαν μεταμισθώσαν(ε) |
θα μεταμισθώσουν(ε) | να μεταμισθώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταμισθώσει | είχα μεταμισθώσει | θα έχω μεταμισθώσει | να έχω μεταμισθώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταμισθώσει | είχες μεταμισθώσει | θα έχεις μεταμισθώσει | να έχεις μεταμισθώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταμισθώσει | είχε μεταμισθώσει | θα έχει μεταμισθώσει | να έχει μεταμισθώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταμισθώσει | είχαμε μεταμισθώσει | θα έχουμε μεταμισθώσει | να έχουμε μεταμισθώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταμισθώσει | είχατε μεταμισθώσει | θα έχετε μεταμισθώσει | να έχετε μεταμισθώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταμισθώσει | είχαν μεταμισθώσει | θα έχουν μεταμισθώσει | να έχουν μεταμισθώσει |
| |
Μεταφράσεις
μεταμισθώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.