υπεκμισθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεκμισθωμένος | η | υπεκμισθωμένη | το | υπεκμισθωμένο |
| γενική | του | υπεκμισθωμένου | της | υπεκμισθωμένης | του | υπεκμισθωμένου |
| αιτιατική | τον | υπεκμισθωμένο | την | υπεκμισθωμένη | το | υπεκμισθωμένο |
| κλητική | υπεκμισθωμένε | υπεκμισθωμένη | υπεκμισθωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεκμισθωμένοι | οι | υπεκμισθωμένες | τα | υπεκμισθωμένα |
| γενική | των | υπεκμισθωμένων | των | υπεκμισθωμένων | των | υπεκμισθωμένων |
| αιτιατική | τους | υπεκμισθωμένους | τις | υπεκμισθωμένες | τα | υπεκμισθωμένα |
| κλητική | υπεκμισθωμένοι | υπεκμισθωμένες | υπεκμισθωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεκμισθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπεκμισθώνω
Μεταφράσεις
υπεκμισθωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.