υπέρογκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρογκος η υπέρογκη το υπέρογκο
      γενική του υπέρογκου της υπέρογκης του υπέρογκου
    αιτιατική τον υπέρογκο την υπέρογκη το υπέρογκο
     κλητική υπέρογκε υπέρογκη υπέρογκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρογκοι οι υπέρογκες τα υπέρογκα
      γενική των υπέρογκων των υπέρογκων των υπέρογκων
    αιτιατική τους υπέρογκους τις υπέρογκες τα υπέρογκα
     κλητική υπέρογκοι υπέρογκες υπέρογκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπέρογκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρογκος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpe.ɾoŋ.gos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπέρογκος

Επίθετο

υπέρογκος, -η, -ο

  • υπερβολικός, πολύ μεγάλος, τεράστιος
      1956 Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, Τόμος Α' (πολυτονικό σύστημα)
    (...) ἴσως ὁ μεγαλοφυής αὐτος δημιουργός νά εἶχε μέσα του, ἀπό πάντα, τό σπέρμα τῆς δυστυχίας. Ζήτημα ψυχονευρικῆς διάρθρωσης. Τό τίμημα τῆς μεγαλοφυΐας εἶναι, καμιά φορά, ὑπέρογκο...

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη τεράστιος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.