ενσάρκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενσάρκωση | οι | ενσαρκώσεις |
| γενική | της | ενσάρκωσης* | των | ενσαρκώσεων |
| αιτιατική | την | ενσάρκωση | τις | ενσαρκώσεις |
| κλητική | ενσάρκωση | ενσαρκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενσαρκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενσάρκωση < αρχαία ελληνική ἐνσάρκωσις
Ουσιαστικό
ενσάρκωση θηλυκό
- το να αποκτά κάτι άυλο σάρκα και οστά
- η ενσάρκωση του θείου
- η ψυχή περιφέρεται μέχρι την επόμενη ενσάρκωσή της
- η εμφάνιση σε έναν άνθρωπο ορισμένων χαρακτηριστικών κατά τρόπο παραδειγματικό
- ο ποιητής πλάθει τη μορφή του ιππότη ως την ενσάρκωση όλων των ιδεωδών του ρομαντισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ενσάρκωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.