ενσάρκωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενσάρκωση οι ενσαρκώσεις
      γενική της ενσάρκωσης* των ενσαρκώσεων
    αιτιατική την ενσάρκωση τις ενσαρκώσεις
     κλητική ενσάρκωση ενσαρκώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενσαρκώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενσάρκωση < αρχαία ελληνική ἐνσάρκωσις

Ουσιαστικό

ενσάρκωση θηλυκό

  1. το να αποκτά κάτι άυλο σάρκα και οστά
    η ενσάρκωση του θείου
    η ψυχή περιφέρεται μέχρι την επόμενη ενσάρκωσή της
  2. η εμφάνιση σε έναν άνθρωπο ορισμένων χαρακτηριστικών κατά τρόπο παραδειγματικό
    ο ποιητής πλάθει τη μορφή του ιππότη ως την ενσάρκωση όλων των ιδεωδών του ρομαντισμού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.