υδροφοβία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδροφοβία | οι | υδροφοβίες |
| γενική | της | υδροφοβίας | των | υδροφοβιών |
| αιτιατική | την | υδροφοβία | τις | υδροφοβίες |
| κλητική | υδροφοβία | υδροφοβίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροφοβία < (ελληνιστική κοινή) ὑδροφοβία ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλικά hydrophobia στη σημασία 1)
Ουσιαστικό
υδροφοβία θηλυκό
Μεταφράσεις
υδροφοβία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.