υδρωνυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρωνυμία | οι | υδρωνυμίες |
| γενική | της | υδρωνυμίας | των | υδρωνυμιών |
| αιτιατική | την | υδρωνυμία | τις | υδρωνυμίες |
| κλητική | υδρωνυμία | υδρωνυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδρωνυμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hydronymy < αρχαία ελληνική ὕδωρ + ὄνομα
Ουσιαστικό
υδρωνυμία θηλυκό
- (νεολογισμός) η μελέτη των υδρωνυμίων καθώς και της προέλευσης και καθιέρωσής τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.