υδροπλάνο
Νέα ελληνικά (el)

ένα υδροπλάνο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδροπλάνο | τα | υδροπλάνα |
| γενική | του | υδροπλάνου | των | υδροπλάνων |
| αιτιατική | το | υδροπλάνο | τα | υδροπλάνα |
| κλητική | υδροπλάνο | υδροπλάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hydroplane < hydro- + -plane < αρχαία ελληνική ὕδωρ + -πλάνο
Ουσιαστικό
υδροπλάνο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) αεροπλάνο που «απογειώνεται» (π.χ. αποθαλασσώνεται) και «προσγειώνεται» στο νερό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.