υδρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρία οι υδρίες
      γενική της υδρίας των υδριών
    αιτιατική την υδρία τις υδρίες
     κλητική υδρία υδρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αττική υδρία Μεσογείων 5ου αι. π.Χ.- Μουσείο Βερολίνου

Ετυμολογία

υδρία < αρχαία ελληνική ὑδρία < ὕδωρ

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðri.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδρία

Ουσιαστικό

υδρία θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ύδωρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.