υβρισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υβρισμένος η υβρισμένη το υβρισμένο
      γενική του υβρισμένου της υβρισμένης του υβρισμένου
    αιτιατική τον υβρισμένο την υβρισμένη το υβρισμένο
     κλητική υβρισμένε υβρισμένη υβρισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υβρισμένοι οι υβρισμένες τα υβρισμένα
      γενική των υβρισμένων των υβρισμένων των υβρισμένων
    αιτιατική τους υβρισμένους τις υβρισμένες τα υβρισμένα
     κλητική υβρισμένοι υβρισμένες υβρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υβρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υβρίζω

Μετοχή

υβρισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.