τόρμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τόρμος οι τόρμοι
      γενική του τόρμου των τόρμων
    αιτιατική τον τόρμο τους τόρμους
     κλητική τόρμε τόρμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τόρμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τόρμος (κοιλότητα, αργότερα: τένοντας)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtoɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τόρμος

Ουσιαστικό

τόρμος αρσενικό

  1. (λόγιο) μικρή προεξοχή
  2. (λόγιο) ξύλινο ή μεταλλικό δόντι οργάνου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • τόρμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τόρμος οἱ τόρμοι
      γενική τοῦ τόρμου τῶν τόρμων
      δοτική τῷ τόρμ τοῖς τόρμοις
    αιτιατική τὸν τόρμον τοὺς τόρμους
     κλητική ! τόρμε τόρμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τόρμω
γεν-δοτ τοῖν  τόρμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά


ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.