τυρόπηγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τυρόπηγμα | τα | τυροπήγματα |
| γενική | του | τυροπήγματος | των | τυροπηγμάτων |
| αιτιατική | το | τυρόπηγμα | τα | τυροπήγματα |
| κλητική | τυρόπηγμα | τυροπήγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τυρόπηγμα ουδέτερο
- (γαστρονομία) το γάλα που έχει πήξει και λίγο πριν μετατραπεί σε τυρί
- Το επόμενο στάδιο είναι το λεγόμενο σπάσιμο ή κόψιμο. Το πηγμένο γάλα «κόβεται» με ειδικά εργαλεία, που λέγονται τυροκόπτες. Έχουμε δύο κατηγορίες τυριών, τα μαλακά τυριά όπως η φέτα και ο τελεμές και τα σκληρά όπως η γραβιέρα και το κεφαλοτύρι. Για να κάνουμε τα μαλακά τυριά, τεμαχίζουμε το τυρόπηγμα σε τετράγωνα κομμάτια. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.