κεφαλοτύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεφαλοτύρι τα κεφαλοτύρια
      γενική του κεφαλοτυριού των κεφαλοτυριών
    αιτιατική το κεφαλοτύρι τα κεφαλοτύρια
     κλητική κεφαλοτύρι κεφαλοτύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλοτύρι < κεφάλι + -ο- + τυρί +

Ουσιαστικό

κεφαλοτύρι ουδέτερο

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.