τυπολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυπολογικός η τυπολογική το τυπολογικό
      γενική του τυπολογικού της τυπολογικής του τυπολογικού
    αιτιατική τον τυπολογικό την τυπολογική το τυπολογικό
     κλητική τυπολογικέ τυπολογική τυπολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυπολογικοί οι τυπολογικές τα τυπολογικά
      γενική των τυπολογικών των τυπολογικών των τυπολογικών
    αιτιατική τους τυπολογικούς τις τυπολογικές τα τυπολογικά
     κλητική τυπολογικοί τυπολογικές τυπολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τυπολογικός < τυπολογ(ία) + -ικός

Επίθετο

τυπολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.