τυποποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)

Ρήμα

τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)

  1. διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.