τυποποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)
Ρήμα
τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)
- διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
- (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τυποποιώ | τυποποιούσα | θα τυποποιώ | να τυποποιώ | τυποποιώντας | |
| β' ενικ. | τυποποιείς | τυποποιούσες | θα τυποποιείς | να τυποποιείς | (τυποποίει) | |
| γ' ενικ. | τυποποιεί | τυποποιούσε | θα τυποποιεί | να τυποποιεί | ||
| α' πληθ. | τυποποιούμε | τυποποιούσαμε | θα τυποποιούμε | να τυποποιούμε | ||
| β' πληθ. | τυποποιείτε | τυποποιούσατε | θα τυποποιείτε | να τυποποιείτε | τυποποιείτε | |
| γ' πληθ. | τυποποιούν(ε) | τυποποιούσαν(ε) | θα τυποποιούν(ε) | να τυποποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τυποποίησα | θα τυποποιήσω | να τυποποιήσω | τυποποιήσει | ||
| β' ενικ. | τυποποίησες | θα τυποποιήσεις | να τυποποιήσεις | τυποποίησε | ||
| γ' ενικ. | τυποποίησε | θα τυποποιήσει | να τυποποιήσει | |||
| α' πληθ. | τυποποιήσαμε | θα τυποποιήσουμε | να τυποποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | τυποποιήσατε | θα τυποποιήσετε | να τυποποιήσετε | τυποποιήστε | ||
| γ' πληθ. | τυποποίησαν τυποποιήσαν(ε) |
θα τυποποιήσουν(ε) | να τυποποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τυποποιήσει | είχα τυποποιήσει | θα έχω τυποποιήσει | να έχω τυποποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τυποποιήσει | είχες τυποποιήσει | θα έχεις τυποποιήσει | να έχεις τυποποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τυποποιήσει | είχε τυποποιήσει | θα έχει τυποποιήσει | να έχει τυποποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τυποποιήσει | είχαμε τυποποιήσει | θα έχουμε τυποποιήσει | να έχουμε τυποποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τυποποιήσει | είχατε τυποποιήσει | θα έχετε τυποποιήσει | να έχετε τυποποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τυποποιήσει | είχαν τυποποιήσει | θα έχουν τυποποιήσει | να έχουν τυποποιήσει |
| |
Μεταφράσεις
τυποποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.