τυπογραφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τυπογραφείο | τα | τυπογραφεία |
| γενική | του | τυπογραφείου | των | τυπογραφείων |
| αιτιατική | το | τυπογραφείο | τα | τυπογραφεία |
| κλητική | τυπογραφείο | τυπογραφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυπογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπογραφεῖον < τυπογράφ(ος) + -εῖον > -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε τυπο- + -γραφείο

Τυπογραφείο της δεκαετίας του 1950.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.po.ɣɾaˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐πο‐γρα‐φεί‐ο
Εκφράσεις
- ο δαίμονας του τυπογραφείου / δαίμων του τυπογραφείου
Μεταφράσεις
τυπογραφείο
|
|
Πηγές
- τυπογραφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυπογραφείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.