τυπογραφικό

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυπογραφικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τυπογραφικό ουδέτερο

  1. (τυπογραφία), (βιβλιοδεσία) φύλλο χαρτιού το οποίο αποτελεί ένα ενιαίο τμήμα προς επεξεργασία
    το βιβλίο έχει δώδεκα τυπογραφικά, τα εννέα είναι τριανταδισέλιδα, το ένα δεκαεξασέλιδο, άλλο ένα οχτασέλιδο και ένα περαστό τετρασέλιδο

Σημειώσεις

  • οι τυπογράφοι μερικές φορές αναφέρονται στο τυπογραφικό στο ενιαίο εκτυπωμένο φύλλο που μπορεί να περιέχει περισσότερα του ενός τυπογραφικά για βιβλιοδεσία (π.χ. μπορεί να περιέχει δύο διαφορετικά δεκαεξασέλιδα ή τέσσερα οχτασέλιδα τα οποία κόβονται και επεξεργάζονται κατόπιν σαν χωριστά τυπογραφικά)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τυπογραφικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.