τυμπανοκρουσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυμπανοκρουσία οι τυμπανοκρουσίες
      γενική της τυμπανοκρουσίας των τυμπανοκρουσιών
    αιτιατική την τυμπανοκρουσία τις τυμπανοκρουσίες
     κλητική τυμπανοκρουσία τυμπανοκρουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυμπανοκρουσία < τυμπανο- (< τύμπανο) + -κρουσία (< κρούση + -ία)

Προφορά

ΔΦΑ : /tim.ba.no.kɾuˈsi.a/

Ουσιαστικό

τυμπανοκρουσία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το χτύπημα τυμπάνου ή τυμπάνων και ο ήχος που παράγεται (ιδίως σε -στρατιωτικές- παρελάσεις κ.λπ.)
  2. (μεταφορικά) η παρουσίαση ή αποδοχή κάποιου πράγματος θορυβωδώς και επιδεικτικά· η ενθουσιώδης υποδοχή προσώπου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.