τυμπανοκρουσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυμπανοκρουσία | οι | τυμπανοκρουσίες |
| γενική | της | τυμπανοκρουσίας | των | τυμπανοκρουσιών |
| αιτιατική | την | τυμπανοκρουσία | τις | τυμπανοκρουσίες |
| κλητική | τυμπανοκρουσία | τυμπανοκρουσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tim.ba.no.kɾuˈsi.a/
Ουσιαστικό
τυμπανοκρουσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα τυμπάνου ή τυμπάνων και ο ήχος που παράγεται (ιδίως σε -στρατιωτικές- παρελάσεις κ.λπ.)
- (μεταφορικά) η παρουσίαση ή αποδοχή κάποιου πράγματος θορυβωδώς και επιδεικτικά· η ενθουσιώδης υποδοχή προσώπου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.