επιδεικτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
επιδεικτικά
<
επιδεικτικός
+
-ά
Επίρρημα
επιδεικτικά
με επιδεικτικό τρόπο, κάνοντας
επίδειξη
, κάνοντας
φιγούρα
Μεταφράσεις
επιδεικτικά
γαλλικά
:
ostensiblement
(fr)
,
ouvertement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιδεικτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
επιδεικτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.