τυλιγαδιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τυλιγαδιασμένος | η | τυλιγαδιασμένη | το | τυλιγαδιασμένο |
| γενική | του | τυλιγαδιασμένου | της | τυλιγαδιασμένης | του | τυλιγαδιασμένου |
| αιτιατική | τον | τυλιγαδιασμένο | την | τυλιγαδιασμένη | το | τυλιγαδιασμένο |
| κλητική | τυλιγαδιασμένε | τυλιγαδιασμένη | τυλιγαδιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τυλιγαδιασμένοι | οι | τυλιγαδιασμένες | τα | τυλιγαδιασμένα |
| γενική | των | τυλιγαδιασμένων | των | τυλιγαδιασμένων | των | τυλιγαδιασμένων |
| αιτιατική | τους | τυλιγαδιασμένους | τις | τυλιγαδιασμένες | τα | τυλιγαδιασμένα |
| κλητική | τυλιγαδιασμένοι | τυλιγαδιασμένες | τυλιγαδιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
τυλιγαδιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.