τυλιγαδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τυλιγαδιάζω | τυλιγάδιαζα | θα τυλιγαδιάζω | να τυλιγαδιάζω | τυλιγαδιάζοντας | |
| β' ενικ. | τυλιγαδιάζεις | τυλιγάδιαζες | θα τυλιγαδιάζεις | να τυλιγαδιάζεις | τυλιγάδιαζε | |
| γ' ενικ. | τυλιγαδιάζει | τυλιγάδιαζε | θα τυλιγαδιάζει | να τυλιγαδιάζει | ||
| α' πληθ. | τυλιγαδιάζουμε | τυλιγαδιάζαμε | θα τυλιγαδιάζουμε | να τυλιγαδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | τυλιγαδιάζετε | τυλιγαδιάζατε | θα τυλιγαδιάζετε | να τυλιγαδιάζετε | τυλιγαδιάζετε | |
| γ' πληθ. | τυλιγαδιάζουν(ε) | τυλιγάδιαζαν τυλιγαδιάζαν(ε) |
θα τυλιγαδιάζουν(ε) | να τυλιγαδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τυλιγάδιασα | θα τυλιγαδιάσω | να τυλιγαδιάσω | τυλιγαδιάσει | ||
| β' ενικ. | τυλιγάδιασες | θα τυλιγαδιάσεις | να τυλιγαδιάσεις | τυλιγάδιασε | ||
| γ' ενικ. | τυλιγάδιασε | θα τυλιγαδιάσει | να τυλιγαδιάσει | |||
| α' πληθ. | τυλιγαδιάσαμε | θα τυλιγαδιάσουμε | να τυλιγαδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | τυλιγαδιάσατε | θα τυλιγαδιάσετε | να τυλιγαδιάσετε | τυλιγαδιάστε | ||
| γ' πληθ. | τυλιγάδιασαν τυλιγαδιάσαν(ε) |
θα τυλιγαδιάσουν(ε) | να τυλιγαδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τυλιγαδιάσει | είχα τυλιγαδιάσει | θα έχω τυλιγαδιάσει | να έχω τυλιγαδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τυλιγαδιάσει | είχες τυλιγαδιάσει | θα έχεις τυλιγαδιάσει | να έχεις τυλιγαδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τυλιγαδιάσει | είχε τυλιγαδιάσει | θα έχει τυλιγαδιάσει | να έχει τυλιγαδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τυλιγαδιάσει | είχαμε τυλιγαδιάσει | θα έχουμε τυλιγαδιάσει | να έχουμε τυλιγαδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τυλιγαδιάσει | είχατε τυλιγαδιάσει | θα έχετε τυλιγαδιάσει | να έχετε τυλιγαδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τυλιγαδιάσει | είχαν τυλιγαδιάσει | θα έχουν τυλιγαδιάσει | να έχουν τυλιγαδιάσει |
| |
Μεταφράσεις
τυλιγαδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.