chiourme

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
chiourme chiourmes

Ετυμολογία

chiourme < chourme < (άμεσο δάνειο) ιταλική ciurma < λατινική celeusma, «το τραγούδι των κωπηλατών μιας γαλέρας»

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃjuʁm/

Ουσιαστικό

chiourme (fr) θηλυκό

  1. το σύνολο των κωπηλατών μιας γαλέρας (το τσούρμο)
  2. το σύνολο των καταδίκων σε καταναγκαστικά έργα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.