τσογλάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσογλάνι τα τσογλάνια
      γενική του τσογλανιού των τσογλανιών
    αιτιατική το τσογλάνι τα τσογλάνια
     κλητική τσογλάνι τσογλάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσογλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική iç oğlanı

Ουσιαστικό

τσογλάνι ουδέτερο

  1. (μειωτικό, προφορικό) άτομο νεαρής ηλικίας και κακής διαγωγής
  2. (παρωχημένο) ο νεαρός βοηθός του καφετζή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.