τσιλημπούρδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιλημπούρδισμα | τα | τσιλημπουρδίσματα |
| γενική | του | τσιλημπουρδίσματος | των | τσιλημπουρδισμάτων |
| αιτιατική | το | τσιλημπούρδισμα | τα | τσιλημπουρδίσματα |
| κλητική | τσιλημπούρδισμα | τσιλημπουρδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιλημπούρδισμα < ελληνιστική τσιληπούρδισμα < τσιληπουρδώ / τσιληπουρδῶ < αρχαία ελληνική σιληπορδέω / σιληπορδῶ
Ουσιαστικό
τσιλημπούρδισμα (& τσιλημπούρδημα, σε παλαιότερο βυζαντινό κείμενο και τσιληπούρδισμα) θηλυκό
- η (συνήθως εξωσυζυγική) ερωτοτροπία
- Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα άντεχα μια αταξία, μια ατασθαλία, ένα τσιλημπούρδισμα. (Στέφανος και Νανώ, Τασία Χατζή, Εκδ. Νεφέλη 2001)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.