τσιλημπούρδημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιλημπούρδημα τα τσιλημπουρδήματα
      γενική του τσιλημπουρδήματος των τσιλημπουρδημάτων
    αιτιατική το τσιλημπούρδημα τα τσιλημπουρδήματα
     κλητική τσιλημπούρδημα τσιλημπουρδήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιλημπούρδημα < ελληνιστική τσιληπούρδισμα < τσιληπουρδώ / τσιληπουρδῶ < αρχαία ελληνική σιληπορδέω / σιληπορδῶ

Ουσιαστικό

τσιλημπούρδημα (& τσιλημπούρδισμα) θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.