τσιληπούρδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιληπούρδισμα | τα | τσιληπουρδίσματα |
| γενική | του | τσιληπουρδίσματος | των | τσιληπουρδισμάτων |
| αιτιατική | το | τσιληπούρδισμα | τα | τσιληπουρδίσματα |
| κλητική | τσιληπούρδισμα | τσιληπουρδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιληπούρδισμα < ελληνιστική τσιληπούρδισμα < τσιληπουρδώ / τσιληπουρδῶ < αρχαία ελληνική σιληπορδέω / σιληπορδῶ
Ουσιαστικό
τσιληπούρδισμα (& τσιλημπούρδημα & τσιλημπούρδισμα) θηλυκό
- με την ορθογραφία τσιληπούρδισμα η λέξη απαντάται στο βυζαντινό κείμενο «Διήγηση των τετραπόδων ζώων»[1]
- η (συνήθως εξωσυζυγική) ερωτοτροπία
- ※
- ἐγκάνιξα ἐκ τὴν χαράν, ἐφώναξα μεγάλως,
- πορδοκοπῶν εἰσέδραμα νὰ δώσω συχαρίτσιν,
- καὶ εἰς τὸ τσιληπούρδισμα, εἰς τὴν χαρὰν ἐκείνην
- καὶ εἰς τὸ ἀναρούφισμα τῆς ἐγκανισματίας
- τὸ πρόσταγμα ἐσέβηκεν εἰς τὰ ἐντός μου μέσα.[1]
Αναφορές
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.