ερωτοτροπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερωτοτροπία οι ερωτοτροπίες
      γενική της ερωτοτροπίας των ερωτοτροπιών
    αιτιατική την ερωτοτροπία τις ερωτοτροπίες
     κλητική ερωτοτροπία ερωτοτροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερωτοτροπία < ερωτοτροπώ + -ία

Ουσιαστικό

ερωτοτροπία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.