σιληπορδέω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
σιληπορδέω
<
σίλλος
+
πέρδομαι
Ρήμα
σιληπορδέω
(&
δωρικός τύπος
:
σιλαπορδέω
)
(
κυριολεκτικά
)
πέρδομαι
μπροστά
από
τη
μύτη
κάποιου
,
για
να
τον
χλευάσω
/
προσβάλω
(
μεταφορικά
)
φέρομαι
με
χυδαίο
και
απρεπή
τρόπο
Συγγενικά
τσιλημπουρδίζω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.