σιληπορδέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σιληπορδέω < σίλλος + πέρδομαι

Ρήμα

σιληπορδέω (& δωρικός τύπος: σιλαπορδέω)

  1. (κυριολεκτικά) πέρδομαι μπροστά από τη μύτη κάποιου, για να τον χλευάσω/προσβάλω
  2. (μεταφορικά) φέρομαι με χυδαίο και απρεπή τρόπο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.