τσικνιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσικνιάς | οι | τσικνιάδες |
| γενική | του | τσικνιά | των | τσικνιάδων |
| αιτιατική | τον | τσικνιά | τους | τσικνιάδες |
| κλητική | τσικνιά | τσικνιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσικνιάς < → λείπει η ετυμολογία
- τσουκανιάς
- τσουκνιάς
- τσυκνιάς
Συγγενικά
- αργυροτσικνιάς
- θαλασσοτσικνιάς
- κρυπτοτσικνιάς
- λευκοτσικνιάς
- μαυροτσικνιάς
- μικροτσικνιάς
- πορφυροτσικνιάς
- σταχτοτσικνιάς
Μεταφράσεις
Πηγές
- τσικνιάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.