εγκρέτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκρέτα οι εγκρέτες
      γενική της εγκρέτας
    αιτιατική την εγκρέτα τις εγκρέτες
     κλητική εγκρέτα εγκρέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκρέτα < γαλλική aigrette

Ουσιαστικό

εγκρέτα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.