εγκρέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκρέτα | οι | εγκρέτες |
| γενική | της | εγκρέτας | — | |
| αιτιατική | την | εγκρέτα | τις | εγκρέτες |
| κλητική | εγκρέτα | εγκρέτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εγκρέτα θηλυκό
- (πτηνό) ψαροφάγο πελαγόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογένειας των ερωδιιδών
Συνώνυμα
- ερωδιός
- τσικνιάς
- μαυροτσικνιάς (egretta gularis)
- αργυροτσικνιάς (egretta alba)
- λευκοτσικνιάς (egretta garzetta)
- ψαροφάγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.